- παρεκτροπή
- παρεκτροπήturning asidefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεκτροπῇ — παρεκτροπή turning aside fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκτροπή — η 1. έξοδος από την κανονική θέση, πορεία, παρέκκλιση: Παρεκτροπή του βλήματος, της πυξίδας. 2. μτφ., ηθικό σφάλμα, αταξία: Νεανικές παρεκτροπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρεκτροπή — ή, ΝΑ [παρεκτρέπω] 1. (για ποτάμι) εκτροπή, στροφή 2. μτφ. α) παρέκκλιση από την ευθεία οδό, παραστράτισμα, παραστράτημα, εκτραχηλισμός, ηθικό σφάλμα, ατόπημα β) παραφορά, αφηνιασμός, τρέλα νεοελλ. 1. ναυτ. η εσφαλμένη παρέκκλιση τής μαγνητικής… … Dictionary of Greek
παρεκτροπαῖς — παρεκτροπή turning aside fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκτροπαί — παρεκτροπή turning aside fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκτροπῆς — παρεκτροπή turning aside fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκτροπήν — παρεκτροπή turning aside fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκτροπῶν — παρεκτροπή turning aside fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… … Dictionary of Greek
ακοσμία — Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος… … Dictionary of Greek